Όταν η κρυσταλλοπηγή με λόγια διάφανα, ψυχρά, ζητά από μένα γι’ αυτό που βγαίνει απ’ τα σωθικά της να μιλήσω, δεν μπορώ· έχω υποχρέωση να πιω απ’ το νερό της κι ό,τι μου πει να το μιλήσω.
Χάσου, πατρίδα. Χάσου από τα μάτια μου.
Και τι είσαι;
Ένας μοναχικός λόφος από μάρμαρο
παντρεύτηκε μια μέρα το τσιμέντο
κι από αποκλεισμένος έγινε προσβάσιμος.
Τώρα, έτσι καμωμένος, είναι πιο μαγκούφης από ποτέ.
Γύρω του η πόλη βρώμικη, καρδιά κατουρημένη
κάθε ειδών μπάζα ράθυμα στα ξέφωτα σωρεύει
μιας Κυριακής χαρά μα δέκα φάλτσο ακομπανιαμέντο.
Ένας σκουπιδοτενεκές βούτηξε μέσα σε ένα μπουλούκι από γάτες.
Ανήκει στη Δημοτική Αρχή αλλά είναι αδέσποτος.
Βάλθηκες να γίνεις μούρη στα ντεφιλέ της μόδας
και ξύρισες τα βουνιά σου ειδικά για την φωτογράφιση.
Βιώσιμο, αποκεκαθαρμένο, νέας εποχής πρότυπο
καθώς ο Ποσειδώνας απηύθυνε απεγνωσμένη έκκληση στις Μέδουσες
απηυδισμένος από τους αλλεπάλληλους βιασμούς
στους αιγιαλούς του
η θεία πόλη συνέχεια επιδράμει
γαλάζιο εταιρικό λογότυπο.
Της διπλανής φαβέλας τα χνώτα φτάνουν στην πόρτα του μπαλκονιού μου.
Κι όχι μόνον αυτά, αλλά και οι συνομιλίες και οι καβγάδες
σε ποικίλα ηχοχρώματα κι ακατανόητες γλώσσες
θα ήθελα να ‘μουν γλωσσομαθής
ακραία ευχή προσαρμογής.
Ώρες αιχμής -παροξυσμού- δεκαεννέα.
Στο πεντάωρο που μένει, μπορώ να αναπαυτώ, με κάποιες διακοπές
όπου πετάγομαι πάλι αλαφιασμένα.
Έξι η ώρα το πρωί, μα τι κι αν ξημερώνει
η απέναντι πολυκατοικία κρύβει τον ήλιο το χειμώνα επισταμένα.
Πατρίδα, χάσου.
Μα, τι είσαι;
Έχεις αλλάξει την πέτρα με χαρτί.
Περίκλειστη λίμνη εικονική
χωρίς ποτάμι οι σταγόνες σου
σαν τις οθόνες σου
σαν τους ανθρώπους σου
σαν τους πατριώτες σου
οι πράξεις της κυριαρχίας σου ατέλειωτο ασπρόμαυρο
πανομοιότυπο
χάρτινο υπογεγραμμένο πρωτότυπο.
Καθημερινά εκπέμπεις από παντού
οι στοίβες καταχωνιάζονται κάτω από άλλες στοίβες
και οι άλλες στοίβες κάτω από άλλες.
Μελάνι κυλάει στις φλέβες σου
γράφεις τρόπους, ταυτότητες και υποστάσεις
ακόμα και αλήθειες εφήμερες
Λόγος στρατευμένος
Λόγος εικονοκλάστης
το Άρρητο πολεμάς με ακόμα περισσότερο χαρτί
με ακόμα περισσότερο μελάνι στα μάτια
γιαυτό δεν είσαι Τέχνη.
Δύο διαστάσεις
λείπουν οι άλλες δυο
το βάθος και ο χρόνος.
Λείπουν κι άλλες
αλλά αυτό θα φανεί στο μέλλον.
Φάσμα, παρειδωλία, φάτα μοργκάνα
ανάβεις τα αίματα με σεξ απήλ δημοφιλές
ρομάντζο καρτ ποστάλ
με την προβλέψιμη κορύφωση μπανάλ
πάντα διαφορετική από κοντά και από μέσα
παρά την υποβλητική γωνία λήψης και τα μαγικά φώτα.
Αλλά δεν είσαι Έρωτας
είσαι ξενέρωτη
γιατί δεν γράφεις, κι ας με πονάς.
Ούτε είσαι Τέχνη.
Πατρίδα, άντε χάσου.
Κι αν θέλω έναν εραστή πραγματικό
τον θέλω για να γράψει πάνω μου το αληθινό
που σπίτι γίνεται μεμιάς.
Αλλά δικός σου δεν είν’ αυτός
μέσα από άλλη γραμμή αίματος έρχεται
χρονοταξιδιώτης -υπάρχουν τέτοιοι-
από τα σπλάχνα σου ειρωνικά περνάει η ατραπός.
Αν οικείο μού είναι κάτι
ναι
αυτό είναι από το μέλλον το παλιό το μονοπάτι
που δεν υπάρχει ορατό εδώ.
Δεν είναι όμως ακριβώς πατρίδα
δεν είν’ τα τρύπια σωθικά σου
είναι προορισμός, γιατί δεν έχω φτάσει
δεν ξέρω αν μπορώ
ψάχνω βαθιά στις σκοτεινές γραμμές
στα λεπτά αποτυπώματα
μακριά από το φως σου
στο πεντάωρο της ησυχίας
αυτά είναι εδώ από πάντα
ενθύμια ασώματα.
Μια Ελλάδα βασίλεψε
μια μπάσταρδη πατρίδα ανέτειλε
και ο χρόνος πάγωσε κάτω από τον κατεψυγμένο λαμπτήρα της.
Πατρίδα, άντε χάσου.
Εσύ και η ομόνοιά σου και το σύνταγμά σου
και όλες σου οι ωραίες θορυβώδεις πλατείες
φιέστας νεο-ονοματοδοσίες
και οι άνθρωποι ανατυπώσεις
πίσω από της πόλης το πανί σου.
Δεκαεννέα ώρες ασταμάτητης οχλοβοής
τρομαγμένος ύπνος, βάσανο η αϋπνία
απόγνωση, αναδίπλωση.
Ημικρανία.
Σωτήριο έτος δύο χιλιάδες δεκαεννέα
πληρωμή
πληρωμή από κύκλο χρόνου μεγαλύτερο.
Πάντα αδειανή ήσουνα
παρά την ηχορρύπανση
το επιβεβαίωσες τώρα
επιτέλους πάνδημη ησυχία
επιτέλους ομόθυμη ανησυχία…
Σ. / 14.10.2022
Σχόλιο Λαβυρίνθου:
Διακόσια ένα χρόνια.
Δεν είναι ούτε λίγα ούτε πολλά. Είναι όμως αρκετά να αφουγκραστείς και να μετρήσεις αυτό που θα ‘πρεπε να βγει μέσα από κάμπους και βουνά, από θάλασσες, ποτάμια και
ποδοπατημένες στράτες. Τι να ‘ναι άραγε η πατρίδα, όταν το μέτρημα δεν βγάζει πιότερο από μικρό συμφέρον, βολεψιά και αμέτρητες κορώνες; Έχουμε ή δεν έχουμε πατρίδα; Θέλουμε μια τέτοια μπαντανία; Γιατί αν δεν θέλουμε, ξεσκέπαστοι καλύτερα να μείνουμε, για να φανεί τι σόι φάρα είμαστε, κι ακόμα, αν είμαστε μονάχα μία. Προϊοντικό μάρκετινγκ, πάντως, και μπαντανία εθνική δεν συνταιριάζονται. Ελλάδα 2.0 δεν αντιλαμβάνομαι τι πάει να πει, τι απορρίπτεται ως περιττό και τι πάει να φτιαχτεί.
Leave a Reply